- αεθλιον
- ἀέθλιοντό1) награда победителю (на состязаниях), приз Hom.2) состязание Hom.3) pl. боевое снаряжение, оружие
(πατρὸς ἀέθλια καλά Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(πατρὸς ἀέθλια καλά Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Ἀέθλιον — Ἀέθλιος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀέθλιον — ἄθλιος winning the prize masc acc sg (epic ionic) ἄθλιος winning the prize neut nom/voc/acc sg (epic ionic) ἄθλιος winning the prize masc/fem acc sg (epic ionic) ἄθλιος winning the prize neut nom/voc/acc sg (epic ionic) ἀέθλιος gaining the prize… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αέθλιος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Δία ή του Αίολου και της Πρωτογένειας, κόρης του Δευκαλίωνα και της Πύρρας. Πατέρας του βασιλιά της Ήλιδας Ενδυμίωνα. Προστάτης των αγώνων. 2. Εγγονός του προηγούμενου, γιος του Ενδυμίωνα από την Υπερίππη … Dictionary of Greek